-
1 επισίτιος
-
2 ἐπισίτιος
-
3 επισιτιος
-
4 ἐπισίτιος
A working for his victuals alone (without wages), of slaves, Crates Com.33.1, Pl.R. 420a, Eub. 21; applied to παράσιτοι, Ar.Fr. 437, Timocl.29.II. ἐπισίτια, τά, provision-money, Lys.Fr.75 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισίτιος
-
5 ἐπισίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend; τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage -
6 επισίτιον
ἐπισίτιοςworking for his victuals: masc /fem acc sgἐπισίτιοςworking for his victuals: neut nom /voc /acc sg -
7 ἐπισίτιον
ἐπισίτιοςworking for his victuals: masc /fem acc sgἐπισίτιοςworking for his victuals: neut nom /voc /acc sg -
8 ἐπί-σῑτος
-
9 επισιτίου
-
10 ἐπισιτίου
-
11 επισιτίους
-
12 ἐπισιτίους
-
13 επισιτίων
-
14 ἐπισιτίων
-
15 επισίτια
-
16 ἐπισίτια
-
17 επισίτιοι
-
18 ἐπισίτιοι
См. также в других словарях:
επισίτιος — ἐπισίτιος, ον (Α) [σίτος] 1. αυτός που εργάζεται μόνο για την τροφή του, χωρίς μισθό («καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδέ μισθὸν πρὸς τοῑς σιτίοις λαμβάνοντες», Πλάτ.) 2. παράσιτος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπισίτια η τροφή … Dictionary of Greek
ἐπισίτιος — working for his victuals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίτιον — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem acc sg ἐπισίτιος working for his victuals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισιτίου — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισιτίους — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισιτίων — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίτια — ἐπισίτιος working for his victuals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίτιοι — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)