-
1 επισιτια
-
2 επισίτια
-
3 ἐπισίτια
-
4 ἐπι-σίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend, καὶ οὐδὲ μισϑὸν πρὸς τοῖς σιτίοις, ὥςπερ οἱ ἄλλοι, λαβόντες Plat. Rep. IV, 420 a; nach Ath. VI, 246 f οἱ ἐπὶ τροφαῖς ὑπουργοῦντες, = παράσιτοι, ibd.; – τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage, Lys. bei Harpocr.
-
5 ἐπισίτιος
A working for his victuals alone (without wages), of slaves, Crates Com.33.1, Pl.R. 420a, Eub. 21; applied to παράσιτοι, Ar.Fr. 437, Timocl.29.II. ἐπισίτια, τά, provision-money, Lys.Fr.75 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισίτιος
-
6 ἐπισίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend; τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage
См. также в других словарях:
ἐπισίτια — ἐπισίτιος working for his victuals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισίτιος — ἐπισίτιος, ον (Α) [σίτος] 1. αυτός που εργάζεται μόνο για την τροφή του, χωρίς μισθό («καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδέ μισθὸν πρὸς τοῑς σιτίοις λαμβάνοντες», Πλάτ.) 2. παράσιτος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπισίτια η τροφή … Dictionary of Greek