-
1 επισιτίου
-
2 ἐπισιτίου
См. также в других словарях:
ἐπισιτίου — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επισιτίου
2 ἐπισιτίου
ἐπισιτίου — ἐπισίτιος working for his victuals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)