Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιστατοῦσαν

См. также в других словарях:

  • ἐπιστατοῦσαν — ἐπιστατέω to be an pres part act fem acc sg (attic epic doric) ἐπιστατέω to be an pres part act fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»