-
1 concierge
επιστάτης -
2 školník
επιστάτης -
3 комендант
комендантм1. воен. ὁ διοικητής:\комендант крепости ὁ φρούραρχος· \комендант города ὁ διοικητής φρουράς πόλεως, ὁ φρούραρχος τής πόλης·2. (здания) ὁ ἐπιστάτης:\комендант общежития ὁ ἐπιστάτης τής κοινοκατοι-κίας. -
4 шефмонтёр
ο επιστάτηςο επόπτηςο επιτηρητήςο επιθεωρητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шефмонтёр
-
5 десятник
десятникм ὁ ἐπιστάτης, ὁ ἐπόπτης, ὁ ἐργοδηγός. -
6 надзиратель
надзира́||тельм ὁ ἐπιστάτης, ὁ ἐπόπτης, ὁ ἐπιτηρητής, ὁ ἐπιμελητής / ὁ δεσ-μοφύλακας [-αξ] (тюремный). -
7 надсмотрщик
надсмотр||щикм ὁ ἐπόπτης, ὁ ἐπιστάτης, ὁ ἐπιτηρητής. -
8 штейгер
штейгерм уст. горн. ὁ ἐπιστάτης ἀνθρακωρυχείου, ὁ ἐργοδηγός στά μεταλλεία. -
9 caretaker
noun (a person who looks after a building etc.) επιστάτης -
10 foreman
['fo:mən]plural - foremen; noun(the supervisor or leader of a group, especially of workmen or a jury: The foreman here is in charge of twenty workmen.) επιστάτης -
11 janitor
['‹ænitə]feminine - janitress; noun(a caretaker or a doorkeeper.) επιστάτης, θυρωρός -
12 overseer
['əuvəsiə]noun The overseer reported her for being late.) επιστάτης -
13 superintendent
1) (a person who superintends something, or is in charge of an institution, building etc: the superintendent of a hospital.) επιστάτης, επιτηρητής, επικεφαλής2) (( abbreviation super; often abbreviated to Supt when written) a police officer of the rank above chief inspector.) αστυνομικός βαθμός πάνω από τον γενικό επιθεωρητή -
14 надзиратель
[ναντζιράτιλ'] ουσ. α. επιστάτης -
15 надзиратель
[ναντζιράτιλ'] ουσ α επιστάτης -
16 комендант
-а α.1. διοικητής•комендант крепости διοικητής φρουρίου•
комендант города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος•
комендант гарнизона διοικητής φρουράς•
комендант лагеря διοικητής στρατοπέδου.
2. σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων).3. επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.). -
17 надзиратель
-я α.-ница, -ы θ.επιτηρητής, επιστάτης, επόπτης, επιμελητής•полицейский надзиратель αστυνομικός δεσμοφύλακας•
тюрм-ный надзиратель δεσμοφύλακας φυλακών•
классный - επιμελητής σχολείου, παιδονόμος.
-
18 приказчик
-а α.παλ. εμπορούπάλληλος επιστάτης εμπορικού καταστήματος. || διαχειριστής τσιφλικά. -
19 пристав
-а, πλθ. -а κ. παλ. -ы α.1. ο αστυνόμος•участковый ή частный пристав διοικητής αστυνομικού τμήματος•
становой пристав διοικητής χωροφυλακής.
2. επιστάτης, επιτηρητής, τοποτηρητής, επόπτης• επιτετραμμένος. -
20 приставник
-а α. παλ.επόπτης, επιστάτης, επιτηρητής• έφορος.
См. также в других словарях:
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο θηλ. άτρια και άτισσα 1. αυτός που ορίστηκε να επιβλέπει κάποιο έργο, επόπτης, επιτηρητής. 2. φρ., «επιστάτης σχολείου», κατώτερος δημόσιος υπάλληλος που φροντίζει για την καθαριότητα και την τάξη του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιστάτης — ἐπιστάτη fem gen sg (attic epic ionic) ἐπιστάτης one who stands near masc nom sg ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστατῇς — ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg ἐπιστατέω to be an pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάτα — ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc/acc dual ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc nom/voc/acc dual ἐπιστάτης one who stands near masc voc sg ἐπιστάτᾱ , ἐπιστάτης one who stands near masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek