Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπισημαίνει

См. также в других словарях:

  • ἐπισημαίνει — ἐπισημαίνω mark pres ind mp 2nd sg ἐπισημαίνω mark pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αποσηματικός — ή, ό λέξη που αναφέρεται στο βιολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένας δηλητηριώδης ή επιβλαβής οργανισμός επισημαίνει στους ενδεχόμενους καταβροχθιστές του την επικίνδυνη φύση του …   Dictionary of Greek

  • ενόραση — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η αντίληψη ή η κατανόηση κάποιου αντικειμένου είναι δυνατή μόνο με τη νοητική εποπτεία και χωρίς συλλογισμό. Η ε. ήταν η θεμελιώδης αρχή των νεοπλατωνικών και όλων των μυστικιστών. Κατά τους νεότερους… …   Dictionary of Greek

  • επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 …   Dictionary of Greek

  • οβελιστής — ο [οβελίζω] 1. γραμματικός που επισημαίνει με οβελό, με σημείο μη γνησιότητας, νόθο χωρίο αρχαίου κειμένου και επομένως αυτός που χαρακτηρίζει ως μη γνήσιο ένα χωρίο ή μια λέξη αρχαίου κειμένου 2. αυτός που ψήνει σε σούβλα …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • πυρσωρίδα — η, / πυρσωρίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μικρό σκάφος ειδικής κατασκευής το οποίο φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. καραβοφάναρο μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σημάδεμα — το, Ν [σημαδεύω] 1. το να επισημαίνει κανείς κάτι, η τοποθέτηση διακριτικού σημείου, η επισήμανση 2. σκόπευση 3. σακάτεμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»