-
1 ἐπικαλυπτήριον
ἐπικᾰλυπτ-ήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαλυπτήριον
-
2 ἐπικάλυπτος
ἐπικᾰλυπτ-ος, ον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικάλυπτος
-
3 ἐπικαλύπτω
A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th. 798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1;ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm. 169d
;τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106
:— [voice] Pass., to be covered over, veiled,ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra. 395b
; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7.II. put as a covering over,βλεφάρων φᾶρος E.HF 642
codd. (lyr.):—[voice] Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens. 437a25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαλύπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский