-
1 επικάρσιος
-
2 ἐπικάρσιος
-
3 ἐπικάρσιος
A cross-wise, at an angle, esp. at a right angle, as of the cross- streets of Babylon, Hdt.1.180;ῥύμη ἐ. πρὸς τὴν.. εὐθεῖαν Plb.6.29.1
, cf. 6.30.6; τῆς Σκυθικῆς τὰ ἐ. the country measured along the coast, opp. τὰ ὄρθια (inwards, at right angles to the coast), Hdt.4.101; opp. κατ' ἰθύ, Q.S.5.81: c. gen., τριήρεας.. τοῦ μὲν Πόντου ἐπικαρσίας, τοῦ δὲ Ἑλλησπόντου κατὰ ῥόον forming an angle with the current of the Pontus, but.., Hdt.7.36; ἐπικάρσιαι σανίδες cross-planks, Plb.1.22.5;ἐπικάρσιος ἐπείλησις Sor.Fasc.12.506C.
: neut. pl. as Adv., ἐπικάρσια athwart,Com.Adesp.
640. Regul. Adv. - ίως transversely, Antyll. ap. Orib.44.8.2, Paul.Aeg.6.40.II. in Od.9.70 αἱ μὲν [ νῆες] ἔπειτ' ἐφέροντ' ἐπικάρσιαι, either ([etym.] ἐπὶ κάρ), plunging, cf. Eust.ad loc., or (as Sch.) = πλάγιαι, i.e. making leeway, drifting.III. Subst. ἐπικάρσιον, τό, striped garment, Ostr.64 (ii A.D.), POxy.921.14 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικάρσιος
-
4 ἐπικάρσιος
Grammatical information: adj.Meaning: `transverse, crosswise, at a right angle' (ι 70, of ships, Hdt., Plb. etc.).Etymology: Also ἐγκάρσιος (Th.), after ἐναντίος ? Secondary simplex κάρσιον πλάγιον H., - ίως Suid. - Ultimately to κείρειν, ἐπικείρειν `cut' but in detail unclear. Strömberg Prefix Studies 92 starts from a verbal adjective *ἐπίκαρτος, from which ἐπικάρσιος like ἀμβρόσιος from ἄμβροτος (s. also on διπλάσιος); an σ-enlargement as in κορσόν κορμόν H., ἀ-κερσε-κόμης (s. also κόρση) seems also a possibility. - The general resemblance with Lith. sker̃sas `transverse', OPr. kirscha `over', Russ. čerez `through, over' can be explained as parallel formation from the root ( s)ker-t- `cut'. - Not from *ἐπὶ καρσί, plur. of ἐπὶ κάρ (Π 392) `on its head' (Bechtel Lex. s. v.).Page in Frisk: 1,537Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπικάρσιος
-
5 επικαρσιος
3 и 2устремляющийся (устремившись) головою вперед, идущий поперек, поперечный(ὁδός Her.; ῥύμη Polyb.)
τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων εἶναι Her. — иметь в поперечном направлении (т.е. с запада на восток) 4000 стадиев;τοῦ Πόντου ἐ. Her. — поперек (к течению) Эвксинского Понта;κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Polyb. — лестница с прибитыми поперек планками;αἱ (νῆες) ἐφέροντο ἐπικάρσιαι Hom. — корабли относило (течением) в сторону, по друг. корабли опрокидывались вверх кормой -
6 ἐπικάρσιος
ἐπι - κάρσιος, 3 (κάρ, κάρα): headforemost, headlong, Od. 9.70†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπικάρσιος
-
7 ἐπικάρσιος
ἐπι-κάρσιος, α, ον, eigtl. kopfüber, νῆες ἐφέροντ' ἐπικάρσιαι, Schiffe, die vor dem Winde segeln u. von hinten gehoben fast kopfüber stürzen; in die Quere, schräg, ὁδοί, Ggstz von ἰϑεῖα; τὰ ἐπικ., im Ggstz von ὄρϑια; τοῦ Πόντου, schräg, gegen den P.; diagonal -
8 επικαρσίας
ἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem acc plἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἐπικαρσίας
ἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem acc plἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 επικαρσίως
-
11 ἐπικαρσίως
-
12 επικάρσιον
-
13 ἐπικάρσιον
-
14 κάρσιος
κάρσιος, schräg, schief, πλάγιος, Hesych.; im Gebrauch scheinen nur die compp. ἐγκάρσιος u. ἐπικάρσιος gewesen zu sein.
-
15 επικαρσία
-
16 ἐπικαρσίᾳ
-
17 επικαρσίαι
-
18 ἐπικαρσίαι
-
19 επικαρσίαις
-
20 ἐπικαρσίαις
См. также в других словарях:
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
ἐπικάρσιος — cross wise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίως — ἐπικάρσιος cross wise adverbial ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάρσιον — ἐπικάρσιος cross wise masc acc sg ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαις — ἐπικάρσιος cross wise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίη — ἐπικάρσιος cross wise fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίην — ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίης — ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίοις — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίου — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίους — ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)