Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπικάρσιος

  • 1 επικαρσιος

        3 и 2
        устремляющийся (устремившись) головою вперед, идущий поперек, поперечный
        

    (ὁδός Her.; ῥύμη Polyb.)

        τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων εἶναι Her.иметь в поперечном направлении (т.е. с запада на восток) 4000 стадиев;
        τοῦ Πόντου ἐ. Her. — поперек (к течению) Эвксинского Понта;
        κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Polyb. — лестница с прибитыми поперек планками;
        αἱ (νῆες) ἐφέροντο ἐπικάρσιαι Hom. — корабли относило (течением) в сторону, по друг. корабли опрокидывались вверх кормой

    Древнегреческо-русский словарь > επικαρσιος

См. также в других словарях:

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

  • ἐπικάρσιος — cross wise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίως — ἐπικάρσιος cross wise adverbial ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάρσιον — ἐπικάρσιος cross wise masc acc sg ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίαις — ἐπικάρσιος cross wise fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίη — ἐπικάρσιος cross wise fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίην — ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίης — ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίοις — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίου — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίους — ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»