-
1 επικρίνω
ἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: aor subj act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: pres subj act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: pres ind act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἐπικρίνω
ἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: aor subj act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: pres subj act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: pres ind act 1st sgἐπικρί̱νω, ἐπικρίνωdecide: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
3 επικρινώ
ἐπικρῐνῶ, ἐπικρίνωdecide: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἐπικρῐνῶ, ἐπικρίνωdecide: fut ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 ἐπικρινῶ
ἐπικρῐνῶ, ἐπικρίνωdecide: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἐπικρῐνῶ, ἐπικρίνωdecide: fut ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 επικρινω
1) судить, решать, определять, устанавливать(τι Plat., Plut. и τι περί τινος Dem.)
τὸ ἐπικρῖνον Arst. — способность суждения;ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν NT. — он решил, чтобы свершилось согласно их требованию;ἐπικρίνων ἔφη Plut. — рассудив, он сказал2) избирать, выбирать(ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον Diod.)
-
6 ἐπικρίνω
ἐπικρίνω 1 aor. ἐπέκρινα, aor. pass. ptc. 1 fem. ἐπικριθεῖσαν 3 Macc 4:2 (s. κρίνω; Pla. et al.; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 6, 416, Ant. 14, 192) to come to a decision in a matter, decide, determine foll. by acc. and inf. (SIG 1109, 71) ἐπέκρινεν γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν he decided that their demand should be granted Lk 23:24.—For ἐπίκριμα ‘decree’ s. Cyr. Ins. 68.—M-M. TW. -
7 ἐπικρίνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπικρίνω
-
8 επικρίνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επικρίνω
-
9 επικρίνω
(αόρ. επέκρινα) μετ. осуждать, порицать; критиковать -
10 ἐπικρίνω
судить, решать, определять, устанавливать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπικρίνω
-
11 ἐπικρίνω
+ V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 4,47; 3 Mc 4,2to adjudge, to inflict [τινί τι]Cf. KILPATRICK 1983b=1990 191-194 -
12 επικρίνω
[эпикрино] ρ осуждать, критиковать. -
13 ἐπικρίνω
A decide, determine, τι Pl.Lg. 768a; τὸ πλεῖονκαὶ τοὔλαττον D.H.3.29
; περί τινος Decr. ap. D.18.38; τοῦ ἐπικρινοῦντος : c.inf., ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν Ev. Luc.23.24; ἐ. τί διαφέρει what is the difference, Arist.de An. 431a20; τὸ ἐπικρῖνον the deciding power, Id.Insomn. 461b25; also, principle of selection, rule of life, Epicur.Nat.125G.; adjudge, inflict, θάνατόν τινι LXX 2 Ma.4.47:—[voice] Pass., μέχρις ἂν ἐπικριθῇ αὐτῷ ὑπὸ τῶν ἱερέων ἢ ἀποδοῦναι αὐτὸν ἢ εἰσέρχεσθαι until the judges determine whether he shall pay up or enter (without payment), SIG1109.71, cf.PTeb.284.2 (i B.C.).II. select, pick out,ἐξ ἑαυτῶν τὸν ἄριστον D.S.1.75
; ἐ. τινὰ ἴσον ἀδελφοῖς distinguish, esteem, Hp.Jusj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρίνω
-
14 επικρίνω
1) blâmer2) censurer3) reprendre -
15 επικρίνω
1) ganić czas.2) krytykować czas.3) zganić czas. -
16 επικρίνω
1) kárat2) odsuzovat3) pokárat -
17 επικρίνω
1) criticise2) criticize3) fulminate4) objurgate5) reproveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επικρίνω
-
18 επικρίνη
ἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: aor subj mid 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: aor subj act 3rd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres subj mp 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres ind mp 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres subj act 3rd sg -
19 ἐπικρίνῃ
ἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: aor subj mid 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: aor subj act 3rd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres subj mp 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres ind mp 2nd sgἐπικρί̱νῃ, ἐπικρίνωdecide: pres subj act 3rd sg -
20 συνεπικρίνη
συνεπικρί̱νῃ, σύν-ἐπικρίνωdecide: aor subj mid 2nd sgσυνεπικρί̱νῃ, σύν-ἐπικρίνωdecide: aor subj act 3rd sgσυνεπικρί̱νῃ, σύν-ἐπικρίνωdecide: pres subj mp 2nd sgσυνεπικρί̱νῃ, σύν-ἐπικρίνωdecide: pres ind mp 2nd sgσυνεπικρί̱νῃ, σύν-ἐπικρίνωdecide: pres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
επικρίνω — επικρίνω, επέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπικρίνω — ἐπικρί̱νω , ἐπικρίνω decide aor subj act 1st sg ἐπικρί̱νω , ἐπικρίνω decide pres subj act 1st sg ἐπικρί̱νω , ἐπικρίνω decide pres ind act 1st sg ἐπικρί̱νω , ἐπικρίνω decide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρινῶ — ἐπικρῐνῶ , ἐπικρίνω decide aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐπικρῐνῶ , ἐπικρίνω decide fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικρίνω — (AM ἐπικρίνω) νεοελλ. αποδοκιμάζω, κατηγορώ αρχ. μσν. ξεχωρίζω, εκλέγω («ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα 2. (για δικαστική απόφαση)… … Dictionary of Greek
επικρίνω — επέκρινα, επικρίθηκα, επικριμένος, μτβ., κρίνοντας κάτι το κατηγορώ, κατακρίνω, αποδοκιμάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικεκριμένον — ἐπικρίνω decide perf part mp masc acc sg ἐπικρίνω decide perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρῖνον — ἐπικρίνω decide pres part act masc voc sg ἐπικρίνω decide pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπικρίνω — επικρίνω αυτόν που με επικρίνει … Dictionary of Greek
ἐπεκέκριτο — ἐπικρίνω decide plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκρίκει — ἐπικρίνω decide plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκρίσθαι — ἐπικρίνω decide perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)