Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικούρησις

См. также в других словарях:

  • επικούρησις — ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ] 1. βοήθεια, προστασία 2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ. β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπικούρησις — succour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσει — ἐπικούρησις succour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικουρήσεϊ , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) ἐπικούρησις succour fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεις — ἐπικούρησις succour fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικούρησις succour fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσιος — ἐπικούρησις succour fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεως — ἐπικουρήσεω̆ς , ἐπικούρησις succour fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσῃ — ἐπικουρήσηι , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»