-
1 επικούρησις
-
2 ἐπικούρησις
-
3 επικουρησις
-
4 ἐπικούρησις
A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28;τῆς ἀπορίας Pl.Lg. 919b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικούρησις
-
5 ἐπικούρησις
ἐπι-κούρησις, ἡ, Hilfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle -
6 επικουρήσει
ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπικουρήσεϊ, ἐπικούρησιςsuccour: fem dat sg (epic)ἐπικούρησιςsuccour: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἐπικουρήσει
ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπικουρήσεϊ, ἐπικούρησιςsuccour: fem dat sg (epic)ἐπικούρησιςsuccour: fem dat sg (attic ionic) -
8 επικουρήσεις
ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἐπικουρήσεις
ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπικούρησιςsuccour: fem nom /acc pl (attic) -
10 επικουρήσεως
-
11 ἐπικουρήσεως
-
12 επικουρήση
-
13 ἐπικουρήσῃ
-
14 επικουρήσιος
-
15 ἐπικουρήσιος
-
16 επικούρησιν
-
17 ἐπικούρησιν
-
18 καπικούρησιν
-
19 κἀπικούρησιν
-
20 ἐπίκουρος
Grammatical information: subst. and adj.Meaning: `helper, auxiliary troops' (pl.), `support; helping, protecting' (Il.).Derivatives: ἐπικουρικός `consisting of aux. troops' (Th., Pl.), ἐπικούριος `coming to help' (Paus.), ἐπικουρία, - ίη `help, support' (Ion.-Att.), denomin. ἐπικουρέω `coming to help, support' (Ε 614; cf. E. Kretschmer, Glotta 18, 98f.) with ἐπικούρησις, - ημα, - ητικός.Origin: IE [Indo-European] [583] *kr̥s- `walk'Etymology: Prob. for *ἐπίκορσος (Solmsen KZ 30, 600f.; as ἐπίφορος etc.) from verb that is lost in Greek, equivalent to Lat. currō `walk' (\< *kr̥s-ō). Cf. the related Celtic word for `car', OIr. carr, Welsh carros (from where Lat. carrus, Arm. kaṙ-k` (pl.) `wagon'; from Galatic). Further perhaps σάρσαι ἅμαξαι as Illyrian (Lagercrantz IF 25, 367); veryr doubtful MHG hurren `move quickly'. - The word is completely isolated in Greek.Page in Frisk: 1,537-538Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπίκουρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επικούρησις — ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ] 1. βοήθεια, προστασία 2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ. β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ἐπικούρησις — succour fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσει — ἐπικούρησις succour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικουρήσεϊ , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) ἐπικούρησις succour fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσεις — ἐπικούρησις succour fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικούρησις succour fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσιος — ἐπικούρησις succour fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσεως — ἐπικουρήσεω̆ς , ἐπικούρησις succour fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήσῃ — ἐπικουρήσηι , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)