Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπικούρησις

  • 1 Help

    subs.
    P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, λέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό.
    By the help of: P. and V. δι (acc.).
    Help against: P. and V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.).
    Concretely of a person: use helper.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).
    Serve: P. and V. πηρετεῖν (dat.), πουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.).
    Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.).
    Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).
    Work with: P. and V. συλλαμβνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).
    Help ( a work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν (acc.).
    Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P. προφέρειν εἰς (acc.).
    Help to, contribute towards ( a result): P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.).
    Help to: in compounds, use συν; e.g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P. συνεισβάλλειν.
    I cannot help ( doing a thing): P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ (ποιήσω τι) (cf. Eur., I.T. 684).
    How could a person of such a character help being like his peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις; (Plat., Rep. 349D).
    How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also Ar., Lys. 884).
    How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo, 78B).
    Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P. ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33).
    In same construction, use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι.
    Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Help

См. также в других словарях:

  • επικούρησις — ἐπικούρησις, ἡ (Α) [επικουρώ] 1. βοήθεια, προστασία 2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ. β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπικούρησις — succour fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσει — ἐπικούρησις succour fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικουρήσεϊ , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) ἐπικούρησις succour fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεις — ἐπικούρησις succour fem nom/voc pl (attic epic) ἐπικούρησις succour fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσιος — ἐπικούρησις succour fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσεως — ἐπικουρήσεω̆ς , ἐπικούρησις succour fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήσῃ — ἐπικουρήσηι , ἐπικούρησις succour fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»