-
1 επικούρησιν
-
2 ἐπικούρησιν
-
3 καπικούρησιν
-
4 κἀπικούρησιν
См. также в других словарях:
ἐπικούρησιν — ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπικούρησιν — ἐπικούρησιν , ἐπικούρησις succour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)