Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικούρημα

См. также в других словарях:

  • επικούρημα — ἐπικούρημα, τὸ (Α) [επικουρώ] 1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια 2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση 3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • ἐπικούρημα — protection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρημάτων — ἐπικούρημα protection neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήμασι — ἐπικούρημα protection neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήμασιν — ἐπικούρημα protection neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρήματα — ἐπικούρημα protection neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»