-
1 επικούρημα
-
2 ἐπικούρημα
-
3 επικουρημα
-
4 ἐπικούρημα
A protection,τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος X.An.4.5.13
; remedy, Gal.6.171: pl., aids, succours,τῇ ζωῇ Iamb.Protr. 20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικούρημα
-
5 ἐπικούρημα
ἐπι-κούρημα, τό, Hilfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee -
6 επικουρημάτων
-
7 ἐπικουρημάτων
-
8 επικουρήμασι
-
9 ἐπικουρήμασι
-
10 επικουρήμασιν
-
11 ἐπικουρήμασιν
-
12 επικουρήματα
-
13 ἐπικουρήματα
См. также в других словарях:
επικούρημα — ἐπικούρημα, τὸ (Α) [επικουρώ] 1. οτιδήποτε προφυλάσσει, συνδράμει ή βοηθάει, η βοήθεια 2. ό,τι δίνει ηθική βοήθεια ή ενίσχυση 3. ιατρ. βοηθητικό φάρμακο … Dictionary of Greek
ἐπικούρημα — protection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρημάτων — ἐπικούρημα protection neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασι — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήμασιν — ἐπικούρημα protection neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουρήματα — ἐπικούρημα protection neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)