-
1 ἐπι-κούρημα
ἐπι-κούρημα, τό, Hülfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee, Xen. An. 4, 5, 13.
-
2 ἐπικούρημα
ἐπι-κούρημα, τό, Hilfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee -
3 επικουρημα
1 ἐπι-κούρημα
ἐπι-κούρημα, τό, Hülfe, Hülfsmittel, χιόνος, gegen den Schnee, Xen. An. 4, 5, 13.
2 ἐπικούρημα
3 επικουρημα