-
1 ἐπίκληρος
A heiress, Ar.Av. 1653, V. 583. And.1.121, Lys.26.12, Pl.Lg. 630e, Arist.Ath.9.2, Pol. 1270a27, IG22.1165, Test.Epict.3.31, etc.;ὥσπερ ἐπικλήρου.. ἀμφις βητήσων ἥκει Lys.24.14
.2. c. dat., ἐ. τῇ ἀρχῇ (so codd.: prob. τῆς ἀρχῆς) heiress to the kingdom, D.H.1.70: c. gen.,ἐ. οὐσίας μεγάλης Plu. Cleom.1
.3. Astrol., perh. f.l. for ἔγκληρος, Cat.Cod.Astr.8(4).225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκληρος
-
2 ἐπικληρόω
A assign by lot,τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13
;ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5
; τὰς διαίτας ib. 53.5;εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52
(Smyrna, iii B.C.); τινὰἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19
(Samos, iv B.C.); ἐ. τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— [voice] Pass., to be assigned by lot,τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg. 760b
, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων -κεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39.2. have assigned one by lot,ἔθνος D.C.37.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρόω
-
3 ἐπικληρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρικός
-
4 ἐπικλήρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλήρωσις
-
5 ἐπικληρωτικοὶ
ἐπικληρ-ωτικοὶ νόμοι lawsGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρωτικοὶ
-
6 ἐπικληρωτός
ἐπικληρ-ωτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρωτός
-
7 ἐπικληρῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρῖτις
-
8 ἐπίκλαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλαρος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский