-
1 ἐπικληρόω
A assign by lot,τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13
;ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5
; τὰς διαίτας ib. 53.5;εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52
(Smyrna, iii B.C.); τινὰἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19
(Samos, iv B.C.); ἐ. τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— [voice] Pass., to be assigned by lot,τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg. 760b
, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων -κεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39.2. have assigned one by lot,ἔθνος D.C.37.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικληρόω
-
2 ἐπίκλαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλαρος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский