Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπικαμπή

См. также в других словарях:

  • επικαμπή — η (Α ἐπικαμπή) [επικάμπτω] 1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα 2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη 3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαμπῇ — ἐπικάμπτω bend into an angle aor subj pass 3rd sg ἐπικαμπή bend fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαμπῆ — ἐπικαμπής curved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικαμπής curved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικαμπής curved masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάμπη — ἐπικάμπτω bend into an angle aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαμπαί — ἐπικαμπή bend fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαμπήν — ἐπικαμπή bend fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαμπῶν — ἐπικαμπή bend fem gen pl ἐπικαμπής curved masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκαμψη — η (Α ἐπίκαμψις) [επικάμπτω] 1. κυκλωτική κίνηση σε ναυμαχία 2. επικαμπή 3. κάμψη, κύρτωση 4. στροφή δρόμου …   Dictionary of Greek

  • επικάμπιος — ἐπικάμπιος, ον (Α) [επικάμπτω] 1. επικαμπής, κυρτός 2. «ἐπικάμπιος τάξις» διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο τής φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να… …   Dictionary of Greek

  • επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»