-
1 επιδίφριος
-
2 ἐπιδίφριος
-
3 επιδιφριος
-
4 ἐπιδίφριος
ἐπιδίφρι-ος, ον,II. one who sits at his work, plies a sedentary or humble trade, D.H.Th.50, PLond.5.1708.21 (vi A.D.), Just.Nov.90.1 Intr.;ἐ. τεχνίτης Iamb. VP34.245
; τέχνη ἐ. a sedentary trade, D.H.2.28;ἐργασία Artem.2.14
.2. Adj., belonging to daily life, λέξις, opp. πολιτική, δημηγορική, Phld.Rh.1.199S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδίφριος
-
5 ἐπιδίφριος
ἐπι-δίφριος ( δίφρος): in the chariot, neut. pl., predicatively, Od. 15.51 and 75.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιδίφριος
-
6 ἐπιδίφριος
ἐπι-δίφριος, auf dem Wagensitze (δίφρος), z. B. δῶρα ἐπιδίφρια τιϑέναι, Geschenke auf den Wagensitz legen; τέχνη ἐπιδ., ein sitzendes Handwerk; ἄνϑρωπος, der ein solches Handwerk treibt. Aber τεχνίτης ἐπιδ. = der Stellmacher -
7 επιδίφριον
-
8 ἐπιδίφριον
-
9 επιδιφρίοις
-
10 ἐπιδιφρίοις
-
11 επιδιφρίους
-
12 ἐπιδιφρίους
-
13 επιδιφρίων
-
14 ἐπιδιφρίων
-
15 επιδίφρια
-
16 ἐπιδίφρια
-
17 επιδίφριοι
-
18 ἐπιδίφριοι
-
19 καταψιθυρίζω
2 abs., ἡ ἐπιδίφριος καὶ -ψιθυρίζουσα λέξις in a low, conversational tone, Hieronym. ap. Phld.Rh.1.199S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταψιθυρίζω
См. также в других словарях:
επιδίφριος — ἐπιδίφριος, ον (AM) αυτός που κάθεται σε σκαμνί την ώρα τής δουλειάς του, τεχνίτης, εργάτης μσν. χυδαίος, αγενής αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον δίφρο («ἐπιδίφρια δῶρα») 2. φρ. «τέχνη ἐπιδίφριος» χειρωνακτικό, καθιστικό επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἐπιδίφριος — on the car masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδίφριον — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc sg ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιφρίοις — ἐπιδίφριος on the car masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιφρίους — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιφρίων — ἐπιδίφριος on the car masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδίφρια — ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδίφριοι — ἐπιδίφριος on the car masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδιφριάς — ἐπιδιφριάς, ἡ (Α) [επιδίφριος] ο γύρος τού δίφρου, η άντυξ … Dictionary of Greek