Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπιδίφριος

См. также в других словарях:

  • επιδίφριος — ἐπιδίφριος, ον (AM) αυτός που κάθεται σε σκαμνί την ώρα τής δουλειάς του, τεχνίτης, εργάτης μσν. χυδαίος, αγενής αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον δίφρο («ἐπιδίφρια δῶρα») 2. φρ. «τέχνη ἐπιδίφριος» χειρωνακτικό, καθιστικό επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδίφριος — on the car masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδίφριον — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc sg ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιφρίοις — ἐπιδίφριος on the car masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιφρίους — ἐπιδίφριος on the car masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιφρίων — ἐπιδίφριος on the car masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδίφρια — ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδίφριοι — ἐπιδίφριος on the car masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδιφριάς — ἐπιδιφριάς, ἡ (Α) [επιδίφριος] ο γύρος τού δίφρου, η άντυξ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»