-
1 επιδίφρια
-
2 ἐπιδίφρια
-
3 ἐπι-δίφριος
ἐπι-δίφριος, auf dem Wagensitze ( δίφρος), z. B. δῶρα ἐπιδίφρια τιϑέναι, Geschenke auf den Wagensitz legen, Od. 15, 51. 75; – τέχνη ἐπιδ., ein sitzendes Handwerk, D. Hal. 2, 28; ἄνϑρωπος, der ein solches Handwerk treibt, id. iud. de Thuc. 49. Aber τεχνίτης ἐπιδ. = der Stellmacher, Iambl. vit. Pyth. 245.
-
4 ἐπιδίφριος
ἐπιδίφρι-ος, ον,II. one who sits at his work, plies a sedentary or humble trade, D.H.Th.50, PLond.5.1708.21 (vi A.D.), Just.Nov.90.1 Intr.;ἐ. τεχνίτης Iamb. VP34.245
; τέχνη ἐ. a sedentary trade, D.H.2.28;ἐργασία Artem.2.14
.2. Adj., belonging to daily life, λέξις, opp. πολιτική, δημηγορική, Phld.Rh.1.199S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδίφριος
-
5 ἐπιδίφριος
ἐπι-δίφριος, auf dem Wagensitze (δίφρος), z. B. δῶρα ἐπιδίφρια τιϑέναι, Geschenke auf den Wagensitz legen; τέχνη ἐπιδ., ein sitzendes Handwerk; ἄνϑρωπος, der ein solches Handwerk treibt. Aber τεχνίτης ἐπιδ. = der Stellmacher
См. также в других словарях:
ἐπιδίφρια — ἐπιδίφριος on the car neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδίφριος — ἐπιδίφριος, ον (AM) αυτός που κάθεται σε σκαμνί την ώρα τής δουλειάς του, τεχνίτης, εργάτης μσν. χυδαίος, αγενής αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον δίφρο («ἐπιδίφρια δῶρα») 2. φρ. «τέχνη ἐπιδίφριος» χειρωνακτικό, καθιστικό επάγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek