-
1 επιδεξια
adv., тж. раздельно1) (слева) направо Xen., Plat.2) справаτἀπιδέξια (= τὰ ἐ.) Arph. — правая сторона
3) культ. с правой стороны, т.е. предвещая успех -
2 επιδεξιά
-
3 ἐπιδεξιᾶ
-
4 επιδέξια
-
5 ἐπιδέξια
-
6 επιδέξια
adroitement -
7 επιδέξια
1) zręcznie przysł.2) zwinnie przysł. -
8 επιδέξια
obratně -
9 επιδέξια
deftlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιδέξια
-
10 adroitement
επιδέξια -
11 obratně
επιδέξια -
12 zręcznie
επιδέξια -
13 zwinnie
επιδέξια -
14 'πιδέξια
ἐπιδέξια, ἐπιδέξιοςtowards the right: neut nom /voc /acc pl -
15 ἐπι-δέξιος
ἐπι-δέξιος, 1) zur Rechten hin; bei Hom. ἐπιδέξια, adverbial, nach der rechten Seite hin, welche Richtung als Glück bringend u. heilig galt u. bei allen Schmäusen, öffentlichen Versammlungen u. Opfern sorgfältig beobachtet wurde; ὄρνυσϑ' ἑξείης ἐπιδέξια πάντες – ἀρξάμενοι τοῠ χώρου, ὅϑεν τέ περ οἰνοχοεύει, von dem Ehrenplatze neben dem Mischgefäß an immer der Nachbar zur Rechten, Od. 21, 141; τὸν ἐπιδέξια τρόπον πίνειν Ath. XI, 463 f aus Anaxandr., wie πίνειν τὴν ἐπιδέξια Eupol. Poll. 2, 159; ὀρέγειν προπόσεις Critias bei Ath. X, 432 e; περίιϑι τὸν βωμὸν ἐπιδέξια Ar. Pax 957. Daher ἀστράπτων ἐπιδέξια, rechtshin blitzend, d. i. Heil verkündend, Il. 2, 353, wie ἐπιδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9. 236, κατακλίναντες ἐπιδέξια πρὸς τὸ πῠρ Plat. Rep. IV, 420 e, vgl. Theaet. 175 e, wo die v. l. ἐπὶ δεξιά, wie man auch im Homer schrieb, wenn der Gegensatz »zur linken Seite« hervorgehoben werden sollte (s. Il. 7, 238; Her. 2, 93. 7, 39; Buttm. Lexil. 1 p. 173 ff. u. Lob. zu Phryn. p. 259 u. oben δεξιός); ἐπιδέξια χειρός νιν ἄγεις vrbdt Pind. P. 6. 19. wie Theocr. 25, 18; πάντα τἀπιδέξια, die ganze rechte Seite, Ar. Av. 1493. – 2) geschickt, gewandt, Aesch. 1, 178; sein, geschmackvoll, neben εὐτράπελος, Arist. Eth. 4, 8; τωϑάσαι, rhet. 2, 4; ἀνὴρ πρὸς τὰς ὁμιλίας ἐπιδέξιος Pol. 5, 39, 6; καὶ προςηνής Plut. Symp. 7, 6, 3; καὶ χαρίεις Aem. Paul. 37; περὶ τὴν ϑήραν D. Cass. 69, 10; vom Schiffe, Antiphil. 41 (IX, 242), u. öfter bei Sp. – Adv. ἐπιδεξίως, geschickt, τοῖς πράγμασι χρῆσϑαι Pol. 3, 19, 13; so auch ἐπιδέξια, Nicom. Ath. VII, 291 c.
-
16 ἐπιδέξιος
ἐπι-δέξιος, (1) zur Rechten hin; ἐπιδέξια, adverbial, nach der rechten Seite hin, welche Richtung als Glück bringend u. heilig galt u. bei allen Schmäusen, öffentlichen Versammlungen u. Opfern sorgfältig beobachtet wurde; ὄρνυσϑ' ἑξείης ἐπιδέξια πάντες ἀρξάμενοι τοῠ χώρου, ὅϑεν τέ περ οἰνοχοεύει, von dem Ehrenplatze neben dem Mischgefäß an immer der Nachbar zur Rechten. Daher ἀστράπτων ἐπιδέξια, rechtshin blitzend, d. i. Heil verkündend; ἐπὶ δεξιά, wenn der Gegensatz »zur linken Seite« hervorgehoben werden sollte; πάντα τἀπιδέξια, die ganze rechte Seite. (2) geschickt, gewandt; fein, geschmackvoll; vom Schiffe. Adv. ἐπιδεξίως, geschickt -
17 ἐπιδέξιος
ἐπιδέξῐ-ος, ον,A towards the right, i.e. from left to right:I. used by Hom. only in neut. pl. as Adv., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια rise in order, Od.21.141, cf. Pl.Smp. 214b; περίιθι τὸν βωμὸν ἐ. Ar. Pax 957; πίνειν τὴν ἐ. (sc. κύλικα) Eup.325, cf. Anaxandr.1.4, Critias 33 D.; without idea of motion, ἕστηκεν ἐ. Lys.Fr.94; sts. as two words, ἐπὶ δεξιά, opp. ἐπ' ἀριστερά, Il.7.238, cf. Eust.ad Od. l.c.;ἐπὶ δ. χειρός Pi.P.6.19
, Theoc. 25.18; τὰ ἐπὶ δ., opp. τὰ ἐπ' ἀριστερά, Hdt.2.93, 4.191, 6.33.2. auspicious, lucky, ἀστράπτων ἐ. Il.2.353.II. later as Adj., = δεξιός, on the right hand, X.An.6.4.1, etc.; τἀπιδέξια the right side, Ar.Av. 1493 (lyr.);οἱ ἐ. ἄνεμοι Arist.Pr. 941b12
.2. clever, dexterous, tactful, Aeschin.1.178, Arist.EN 1128a17, Thphr.Char.29.4; λαβὴ φιλοσόφωνἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων Zeno Stoic.1.64
: c. inf., Arist.Rh. 1381a34;ἐ. πρὸς τὰς ὁμιλίας Plb.5.39.6
;περί τι Plu.Aem.37
, D.C.69.10: [comp] Sup.,Ἀφροδίτην -ωτάτην θεῶν Plu.2.739e
: neut. pl. as Adv., ἐπιδέξια dexterously, cleverly, Anaxandr.53.5, Nicom.Com.1.27; elegantly, ἀναβάλλεσθαι ἐ. Pl.Tht. 175e: Regul. Adv.- ίως Erasistr.
ap. Gal.7.539, Plb.3.19.13, 4.35.7, Corn.ND14, Plu.2.439e.3. lucky, prosperous,τύχη D.S.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδέξιος
-
18 σχέθω
σχέθω, aus dem aor. σχεῖν gebildete poet. Nebenform von ἔχω, haben, gew. in der verstärkten Bdtg halten, fortwährend festhalten, hemmen; oft bei Hom., nur aor. ἔσχεϑον, inf. σχεϑέειν, Il. 23, 466; ἀσπίδας πάροιϑεν σχέϑον αὐτοῦ, sie hielten die Schilde vor, zugleich ausdrückend, daß sie lange in dieser Stellung verharren, 14, 428, vgl. 4, 113; ἀπὸ ἕο, 13, 163, u. öfter von Waffen und Rüstungen, das dauernde, unausgesetzte Festhalten und Anhaben derselben bezeichnend, vgl. 11, 96. 12, 184. 13, 608. 16, 506; ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέϑεν, Od. 14, 494, er hielt den Kopf auf den Ellenbogen gestützt; νόον τόνδε, er faßte den Gedanken und hielt ihn fest, 490; χεῖρ' ἐπὶ κώπῃ, Il. 1, 219; νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέϑεν, Od. 23, 443; an- u. festhalten, ἱεμένω περ, 4, 284 u. öfter; αἷμα ἐπαοιδῇ, 14, 457; φόρμιγγα σχεϑέτω, Od. 8, 537; σχέϑε δ' ὄσσε γόοιο, 4, 758, sie hielt ihr fern von den Augen den Kummer; Pind. scheint das praes. gebraucht zu haben, σχέϑων νιν ἐπιδέξια χειρός P. 6, 19; ἐν φυλακᾷ σχεϑέμεν P. 4, 75; σχέϑοι φροντίδα, 10, 62; κῠδος, Ol. 9, 88; bei den Tragg. im aor.: πόλιν ζυγοῖσι δουλείοισι μήποτε σχεϑεῖν, Aesch. Spt. 75; ὅσην παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέϑοις βροτῶν, Eum. 857; so schreibt Wellauer Ch. 819 σχεϑών; vgl. Soph. El. 744; οὔτε σφ' Ἀχιλλέως δόρυ σχέϑοι, Eur. Rhes. 602; τίν' ἐπίνοιαν ἔσχεϑες, Phoen. 411; ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέϑω, Ar. Lys. 425.
-
19 обращаться
обращать||ся1. (поворачиваться) γυρίζω, στρέφομαι:\обращатьсяся лицом к свету στρέφω τό πρόσωπο μου προς τό φῶς·2. (превращаться) μεταμορφώνομαι, μεταβάλλομαι, ἀλλάζω·3. (к науке и т. ἡ) προστρέχω, καταφεύγω:\обращатьсяся к первоисточникам προστρέχω στίς πρώτες πηγές·4. (с какими-л. словами, просьбой и т. п.) ἀπευθύνομαι, ἀποτείνομαι:\обращатьсяся к кому́-л. с улыбкой ἀπευθύνομαι μέ χαμόγελο σέ κάποιον \обращатьсяся за помощью к кому́-л. ζητῶ βοήθεια ἀπό κάποιον \обращатьсяся с призывом к кому́-л. κάνω ἔκκλησιν προς κάποιον \обращатьсяся с вопросом ἐρωτῶ, βάζω ἐρώτημα·5. эк. (оборачиваться) κυκλοφορώ·6. (обходиться с кем-л., с чем-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι:хорошо́ \обращатьсяся φέρνομαι καλά, συμπεριφέρομαι καλά· ду́р-но (плохо) \обращатьсяся κακομεταχειρίζομαι, φέρνομαι ἄσχημα, ἀποπαίρνω·7. (пользоваться, применять) (μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ:умело \обращатьсяся с чем-л. χειρίζομαι κάτι ἐπιδέξια -
20 орудовать
орудоватьнесов разг1. (инструментом) χρησιμοποιώ, (μετα)χειρίζομαι:ловко \орудовать пилой χρησιμοποιώ ἐπιδέξια τό πριόνι·2. перен δρῶ, ἀλωνίζω.
См. также в других словарях:
επιδέξια — επίρρ. βλ. επιδέξιος … Dictionary of Greek
ἐπιδεξιᾶ — ἐπί δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδέξια — ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 … Dictionary of Greek
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Φουκιέ-Τενβίλ, Αντουάν-Κεντέν — (Fouquier Tinville, Ερουέλ, Eν 1746 – Παρίσι 1795). Γάλλος πολιτικός και δικαστικός. Γιος πλούσιου καλλιεργητή, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όπου κατέλαβε μια μέτρια θέση στην αστυνομία. Συγγενής του Καμίλ Ντεμουλέν, προσχώρησε στην Γαλλική… … Dictionary of Greek