Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπιδορατίς

См. также в других словарях:

  • ἐπιδορατίς — tip fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδα — ἐπιδορατίς tip fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδας — ἐπιδορατίς tip fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδες — ἐπιδορατίς tip fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδι — ἐπιδορατίς tip fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδος — ἐπιδορατίς tip fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίδων — ἐπιδορατίς tip fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίσι — ἐπιδορατίς tip fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδορατίσιν — ἐπιδορατίς tip fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ak̂-, ok̂- (*hekʷ-) —     ak̂ , ok̂ (*hekʷ )     English meaning: ‘sharp; stone”     Deutsche Übersetzung: ‘scharf, spitz, kantig” and ‘stein”     Material: 1. e/o and ü St: Pers. üs (lengthened grade form) “millstone, grindstone”; Gk. ἀκή “point”, lengthenedgrade… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • επιδορατίδα — η (Α ἐπιδορατίς) η αιχμή τού δόρατος νεοελλ. ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι αρχ. 1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος 2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»