-
1 επος
1) словоπαύρῳ ἔπει Pind. — в немногих словах;
ἔ. πρὸς ἔ. Arph., Plat. — слово за слово;ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἶπαι Her. — свести воедино и выразить все в одном слове2) слова, речь, рассказ, повествованиеἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔ. καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди и услышь мои речи;
ἅμα ἔ. τε καὴ ἔργον ἐποίεε Her. — как он сказал, так и сделал;ἔπεα ἀκράαντα Hom. — пустые слова3) (данное) слово, обещаниеτελεῖν ἔ. Hom. — сдержать слово
4) (тж. ἔ. μάντιος Hom.) вещее слово, прорицание Soph., Her.5) изречение, поговорка, пословица(τὸ παλαιὸν ἔ. Her.)
ὡς ἔ. εἰπεῖν Aesch., Arph., Plat. — как говорится, так сказать6) предмет (речи), содержание, смыслπρὸς τί τοῦτο τοὔπος (= τὸ ἔ.) ἱστορεῖς ; Soph. — зачем ты толкуешь об этом?;
τί πρὸς ἔ. ; Plat. — какое это имеет отношение к делу?;οὐδὲν πρὸς ἔ. Arph. — ни к чему, бесцельно7) весть, новость8) стихотворная строка, стих, преимущ. гексаметр(Ὁμήρου ἔ. ἐν Ὀδυοσείῃ Her.)
; pl. ἔπη эпическая, реже элегическая и лирическая поэзия(τὰ Κύπρια ἔπεα Her.; τὰ Ὀρφικὰ ἔπη Arst.)
9) строка ( вообще)(μυρίων ἐπῶν μῆκος Isocr.)
οὐδ΄ ἐν ἑπτὰ ἔπεσι γράφειν Luc. — описать менее, чем в семи строчках -
2 ξυλλαμβανω
1) собирать, соединять, объединять(τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.)
ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Her. — чтобы охватить все (это) в одном слове, т.е. одним словом, короче говоря;ξ. εἰς ταὐτό Plat. — объединять в одну группу, сводить воедино2) закрывать(τὸ στόμα τε καὴ ὀφθαλμούς Plat.)
σ. τὸ στόμα τινός Arst. — зажимать рот кому-л.3) забирать (с собою), уводить(τινά Soph., Eur., Arph., NT.)
ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. — поспешно уходить из страны4) захватыватьσ. τινὰ ζῶντα Eur. — захватывать кого-л. живьем;
σ. τινὰ ὅμηρον Eur. — брать кого-л. в качестве заложника;κόμην συλλαβεῖν χερί Soph. — схватиться руками за волосы;συλλαβεῖν τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. — поймать цикаду за крылышко5) задерживать, подвергать аресту(τινά Soph.)
6) охватыватьπάντα σ. τὸν λόγον Her. — охватывать вопрос полностью;
ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. — выражать что-л. словами7) усваивать(τέν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.)
ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. — обладательница неумолимого сердца, жестокосердая8) постигать, понимать(τι Plat.)
σ. τὸ χρηστήριον Her. — понять смысл прорицания9) принимать в себя(τὸ σπέρμα Arst.)
συλλαβεῖν τὸ ἔμβρυον Luc. — понести, забеременеть10) становиться беременной(τὸ θῆλυ συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἥ γυνέ αὐτοῦ NT.)
11) тж. med. помогать, оказывать поддержку(τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT.)
σ. τινί τινι Dem. — помогать кому-л. чем-л.;νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. — помочь больному в его страданиях;οὐχ ἥκιστα συλλαβεῖν τινος Thuc. — немало способствовать чему-л.;συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. — принять участие в походе;ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. — помогите мне в (моем) повествовании -
3 συλλαμβανω
1) собирать, соединять, объединять(τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.)
ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Her. — чтобы охватить все (это) в одном слове, т.е. одним словом, короче говоря;ξ. εἰς ταὐτό Plat. — объединять в одну группу, сводить воедино2) закрывать(τὸ στόμα τε καὴ ὀφθαλμούς Plat.)
σ. τὸ στόμα τινός Arst. — зажимать рот кому-л.3) забирать (с собою), уводить(τινά Soph., Eur., Arph., NT.)
ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. — поспешно уходить из страны4) захватыватьσ. τινὰ ζῶντα Eur. — захватывать кого-л. живьем;
σ. τινὰ ὅμηρον Eur. — брать кого-л. в качестве заложника;κόμην συλλαβεῖν χερί Soph. — схватиться руками за волосы;συλλαβεῖν τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. — поймать цикаду за крылышко5) задерживать, подвергать аресту(τινά Soph.)
6) охватыватьπάντα σ. τὸν λόγον Her. — охватывать вопрос полностью;
ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. — выражать что-л. словами7) усваивать(τέν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.)
ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. — обладательница неумолимого сердца, жестокосердая8) постигать, понимать(τι Plat.)
σ. τὸ χρηστήριον Her. — понять смысл прорицания9) принимать в себя(τὸ σπέρμα Arst.)
συλλαβεῖν τὸ ἔμβρυον Luc. — понести, забеременеть10) становиться беременной(τὸ θῆλυ συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἥ γυνέ αὐτοῦ NT.)
11) тж. med. помогать, оказывать поддержку(τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT.)
σ. τινί τινι Dem. — помогать кому-л. чем-л.;νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. — помочь больному в его страданиях;οὐχ ἥκιστα συλλαβεῖν τινος Thuc. — немало способствовать чему-л.;συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. — принять участие в походе;ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. — помогите мне в (моем) повествовании
См. также в других словарях:
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… … Wikipédia en Français
Sacrifice dans la religion grecque antique — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (culto) — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata de las diferentes formas cultuales adoptadas por la religión de la Antigua Grecia. Ciertos conceptos que aquí son evocados necesitan de la lectura del artículo referente a las nociones en la… … Wikipedia Español
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek