Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπερήσομαι

См. также в других словарях:

  • ἐπερήσομαι — ἐπέρομαι fut ind mid 1st sg ἐπερέομαι aor subj mp 1st sg (epic) ἐπερέομαι fut ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»