-
1 επερήσομαι
ἐπέρομαιfut ind mid 1st sgἐπερέομαιaor subj mp 1st sg (epic)ἐπερέομαιfut ind mp 1st sg -
2 ἐπερήσομαι
ἐπέρομαιfut ind mid 1st sgἐπερέομαιaor subj mp 1st sg (epic)ἐπερέομαιfut ind mp 1st sg
См. также в других словарях:
ἐπερήσομαι — ἐπέρομαι fut ind mid 1st sg ἐπερέομαι aor subj mp 1st sg (epic) ἐπερέομαι fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… … Dictionary of Greek