-
1 ἐπ-αν-έρομαι
ἐπ-αν-έρομαι (s. ἔρομαι), ion. ἐπανείρομαι (s. oben), im att. nur aor. ἐπανηρόμην, ἐπανερέσϑαι, wieder befragen; τάδε σ' ἐπανέρωμαι Aesch. Pers. 934; μηδ' αὖϑις ἐπανέρῃ με Ar. Ran. 435; Lys. 512; Plat. Prot. 318 c; τινά τι, 329 a u. A. – Fut. ἐπανερήσομαι, Phryn. B. A. 11, 15. Vgl. ἐπανερωτάω.
См. также в других словарях:
επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ … Dictionary of Greek