-
1 ἐπανείρομαι
A question again and again, Hdt.1.91,3.32: Trag. and [dialect] Att. only in [tense] aor. 2ἐπανηρόμην, τάδε σ' ἐπανερόμαν A.Pers. 973
(lyr.);μηδ' αὖθις ἐπανέρῃ με Ar.Ra. 439
; inquire further, Hp.l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανείρομαι
-
2 ἐπανέρομαι
A v. ἐπανείρομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανέρομαι
См. также в других словарях:
επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ … Dictionary of Greek