Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπακτρίς

См. также в других словарях:

  • επακτρίς — ἐπακτρίς, η (Α) ελαφρό πλοιάριο, βάρκα («σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγ (τού άγω) + επίθημα τρις] …   Dictionary of Greek

  • ἐπακτρίς — light vessel fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδα — ἐπακτρίς light vessel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδας — ἐπακτρίς light vessel fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδες — ἐπακτρίς light vessel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδι — ἐπακτρίς light vessel fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδος — ἐπακτρίς light vessel fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίδων — ἐπακτρίς light vessel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίσι — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπακτρίσιν — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπακτρον — ἔπακτρον, το (Α) επακτρίς* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»