-
1 επακτρίς
-
2 ἐπακτρίς
-
3 επακτρις
- ίδος ἥ эпактрида ( род рыбачьего или пиратского челна) Xen. -
4 ἐπακτρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακτρίς
-
5 ἐπακτρίς
-
6 πυρι-σπείρητος
πυρι-σπείρητος, mit Feuer umwunden, ἐπακτρίς, Paul. Sil. ecphr. 475.
-
7 ἔπ-ακτρον
ἔπ-ακτρον, τό, = ἐπακτρίς, Nic. Th. 824. ἐπαλαζονεύομαι, dazu, dabei prahlen, Ios.
-
8 επακτρίδα
-
9 ἐπακτρίδα
-
10 επακτρίδας
-
11 ἐπακτρίδας
-
12 επακτρίδες
-
13 ἐπακτρίδες
-
14 επακτρίδι
-
15 ἐπακτρίδι
-
16 επακτρίδος
-
17 ἐπακτρίδος
-
18 επακτρίδων
-
19 ἐπακτρίδων
-
20 επακτρίσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επακτρίς — ἐπακτρίς, η (Α) ελαφρό πλοιάριο, βάρκα («σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγ (τού άγω) + επίθημα τρις] … Dictionary of Greek
ἐπακτρίς — light vessel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδα — ἐπακτρίς light vessel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδας — ἐπακτρίς light vessel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδες — ἐπακτρίς light vessel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδι — ἐπακτρίς light vessel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδος — ἐπακτρίς light vessel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδων — ἐπακτρίς light vessel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσι — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσιν — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπακτρον — ἔπακτρον, το (Α) επακτρίς* … Dictionary of Greek