-
1 ἐπακτρίς
-
2 πυρι-σπείρητος
πυρι-σπείρητος, mit Feuer umwunden, ἐπακτρίς, Paul. Sil. ecphr. 475.
-
3 ἔπ-ακτρον
ἔπ-ακτρον, τό, = ἐπακτρίς, Nic. Th. 824. ἐπαλαζονεύομαι, dazu, dabei prahlen, Ios.
См. также в других словарях:
επακτρίς — ἐπακτρίς, η (Α) ελαφρό πλοιάριο, βάρκα («σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγ (τού άγω) + επίθημα τρις] … Dictionary of Greek
ἐπακτρίς — light vessel fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδα — ἐπακτρίς light vessel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδας — ἐπακτρίς light vessel fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδες — ἐπακτρίς light vessel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδι — ἐπακτρίς light vessel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδος — ἐπακτρίς light vessel fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίδων — ἐπακτρίς light vessel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσι — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπακτρίσιν — ἐπακτρίς light vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπακτρον — ἔπακτρον, το (Α) επακτρίς* … Dictionary of Greek