1 επακτρίδι
Morphologia Graeca > επακτρίδι
2 ἐπακτρίδι
Morphologia Graeca > ἐπακτρίδι
ἐπακτρίδι — ἐπακτρίς light vessel fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακτρίς — ἐπακτρίς, η (Α) ελαφρό πλοιάριο, βάρκα («σὺν πέντε τριήρεσι καὶ ἐπακτρίδι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγ (τού άγω) + επίθημα τρις] … Dictionary of Greek