Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπί-ληψις

См. также в других словарях:

  • επίληψις — ἐπίληψις, ἡ (Α) 1. πιάσιμο 2. απόκτηση 3. αξίωση σ’ ένα κτήμα με κατοχή ή εξαιτίας κατοχής 4. επίπληξη, μομφή 5. σταμάτημα 6. επιληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήψις (< λαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»