1 ἐπί-λημπτος
ἐπί-λημπτος, - λημπτικός, - λημψις, ion. = ἐπίληπτος, -ληπτικός, -ληψις, Hippocr.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπί-λημπτος