-
1 επιληψις
- εως ἥ1) схватывание Plut.2) юр. наложение ареста (на оспариваемую вещь) Plat.3) нападки, порицание Isocr., Plut.4) эпилепсия Arst.
См. также в других словарях:
επίληψις — ἐπίληψις, ἡ (Α) 1. πιάσιμο 2. απόκτηση 3. αξίωση σ’ ένα κτήμα με κατοχή ή εξαιτίας κατοχής 4. επίπληξη, μομφή 5. σταμάτημα 6. επιληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήψις (< λαμβάνω)] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek