-
1 ἐπί-γειος
-
2 ἐπίγειος
ἐπί-γειος, an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt. Am Boden, niedrig; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden -
3 επιγειος
-
4 στόχος
ο цель; мишень (тж. перен.);απομονωμένος στόχος — одиночная цель;
εμφανιζόμενος στόχος — появляющаяся цель;
επί-γειος στόχος — наземная цель;
κινητός ( — или κινούμενος) στόχος — движущаяся цель;
σταθερός στόχος — неподвижная цель;
ανακαλύπτω ( — или αποκαλύπτω) στόχο — обнаруживать цель;
εντοπίζω ( — или επισημαίνω) στόχρ — засекать цель;
καταστρέφω ( — или προσβάλλω) στόχο — поражать цель;
αναχαιτίζω στόχο — перехватывать цель;
πετυχαίνω ( — или βρίσκω) το στόχος — а) попадать в цель; — б) находить слабое место;
χτυπώ στο στόχο — бить в цель, по цели; — бить по мишени;
προσηλωμένος στο στόχο — целеустремлённо
См. также в других словарях:
κατώγειος — κατώγειος, ον (Α) κατάγειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + γειος (< γαῑα), πρβλ. επί γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… … Dictionary of Greek
επιγειόκαυλος — ἐπιγειόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός τού οποίου ο βλαστός γέρνει στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. επί γειος + καυλός «κορμός»] … Dictionary of Greek
χαυνόγειον — τὸ, Α μαλακό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + γειον (< γῆ*), πρβλ. ἐπί γειος] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek