Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εντοπίζω

См. также в других словарях:

  • ἐντοπίζω — pres subj act 1st sg ἐντοπίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντοπίζω — εντοπίζω, εντόπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντοπίζω — (Μ ἐντοπίζω) 1. περιορίζω κάτι σ έναν τόπο, σ ένα σημείο, περιστέλλω 2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτι («εντοπίζω τον δράστη») …   Dictionary of Greek

  • εντοπίζω — εντόπισα, εντοπίστηκα, εντοπισμένος, μτβ. 1. περιορίζω σε συγκεκριμένο χώρο: Εντοπίστηκε η επιδημία. 2. μτφ., περιορίζω σε ορισμένα όρια: Εντοπίστηκε η συζήτηση στα πολιτικά. 3. επισημαίνω: Η αστυνομία εντόπισε το δολοφόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντοπίζει — ἐντοπίζω pres ind mp 2nd sg ἐντοπίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • εστιάζω — (Μ ἑστιάζω) [εστία] νεοελλ. 1. συγκεντρώνω κάτι σε ένα σημείο, εντοπίζω, επικεντρώνω 2. φυσ. με κατάλληλα όργανα αναγκάζω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων να συγκλίνει σ ένα σημείο τού χώρου («εστιάζω ηλεκτρονική δέσμη») μσν. τρώγω,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοεντοπισμός — ο τεχνολ. γενική ονομασία μεθόδων και συσκευών που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό ενός σώματος με βάση τη θερμική ακτινοβολία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + εντοπισμός (< εντοπίζω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. infrared… …   Dictionary of Greek

  • καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… …   Dictionary of Greek

  • ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… …   Dictionary of Greek

  • προσανατολίζω — Ν 1. στρέφω κάτι προς την ανατολή 2. στρέφω, κατευθύνω κάτι προς ένα ορισμένο σημείο τού ορίζοντα 3. συντελώ ώστε να λάβει κανείς τη σωστή κατεύθυνση 4. μτφ. κατατοπίζω κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα, καθιστώ κάποιον ενήμερο 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»