-
1 ἐπιέψεται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιέψεται
-
2 ἐπιοικοδομά
ἐπιοικοδομά, ἡ,A v. ἐποικοδομή. [full] ἐπίϝοικος, v. ἔποικος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιοικοδομά
-
3 ἔποικος
ἔποικος, ὁ,A settler, sojourner, Pi.O.9.69.3 more freq., colonist, Ar.Av. 1307, IG9(1).334.5 (in [dialect] Locr. form ἐπίϝοικος), ib.12.397 ; ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν, Th.2.27, Isoc.5.6 ; esp. of additional settlers, ἐ. δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι, Arist.Pol. 1303a28,37 ;λαὸν ἔποικον ἄγοις Call.Aet.Oxy.2080.69
, cf.Ant.Lib.4.4, al.2 Subst. neighbour, S.OC 506.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔποικος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский