-
1 επίθεμα
-
2 ἐπίθεμα
-
3 επιθεμα
-
4 επίθεμα
τό1) обшивка, облицовка; покрытие; 2) в разн. знач накладка; 3) мед. компресс -
5 ἐπίθεμα
-ατος τό N 3 11-8-0-0-0=19 Ex 25,17; Lv 7,34; 8,29; 14,24; 23,15cover Ex 25,17; heave-offering?, deposit? Lv 14,24; capital (of a column) 1 Kgs 7,5 Cf. HARLÉ 1988, 42; LE BOULLUEC 1989, 256-257 -
6 επίθεμα
[эпитэма] ουσ ο компресс. -
7 ἐπίθεμα
A = ἐπίθημα, cover, Arist.HA 529b8 (v.l.- θημα), LXXEx.25.16(17), J.AJ3.6.5, IG3.14.18, Ruf. ap. Orib.4.2.6, Gal.12.889.3. remedy for external application, Ruf.Ren.Ves.10, Dsc.Ther.19.4. addition, POxy.500.14 (ii A.D.); higher bid, PAmh.2.85.21 (i A.D.).5. shaft of an arrow, Paul.Aeg.6.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίθεμα
-
8 ἐπίθεμα
ἐπί-θεμα, τό, das Daraufgestellte, -gelegte, der Deckel; ein Umschlag -
9 ἐπί-θημα
ἐπί-θημα, τό, = ἐπίϑεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιϑήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίϑημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔϑαψα καὶ ἐπίϑημα καλὸν ἐπέϑηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίϑεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.
-
10 αρμοστος
-
11 επίθημα
τό1) см. επίθεμα; 2) грам, суффикс -
12 επιθεμάτων
-
13 ἐπιθεμάτων
-
14 επιθέμασι
-
15 ἐπιθέμασι
-
16 επιθέμασιν
-
17 ἐπιθέμασιν
-
18 επιθέματα
-
19 ἐπιθέματα
-
20 επιθέματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίθεμα — cover neut nom/voc/acc sg ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… … Dictionary of Greek
επίθεμα — το, ατος 1. ό,τι βάζει κανείς πάνω σε άλλο πράγμα, επικάλυμμα, σκέπασμα, επένδυση. 2. (ιατρ.), κομμάτι γάζας ή άλλου υφάσματος, στεγνό ή υγρό, που τοποθετείται πάνω σε τραύμα ή σε άλλο σημείο της επιφάνειας του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιθεμάτων — ἐπίθεμα cover neut gen pl ἐπίθημα something put on neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέμασι — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέμασιν — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματα — ἐπίθεμα cover neut nom/voc/acc pl ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματι — ἐπίθεμα cover neut dat sg ἐπίθημα something put on neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματος — ἐπίθεμα cover neut gen sg ἐπίθημα something put on neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek