Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιθεμάτων

См. также в других словарях:

  • ἐπιθεμάτων — ἐπίθεμα cover neut gen pl ἐπίθημα something put on neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… …   Dictionary of Greek

  • προσεπίθεση — η, Ν η προσθήκη επιθεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεπιτίθημι. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπίθεσις, μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Πύργο] …   Dictionary of Greek

  • σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»