-
1 ἐπί-θημα
ἐπί-θημα, τό, = ἐπίϑεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιϑήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίϑημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔϑαψα καὶ ἐπίϑημα καλὸν ἐπέϑηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίϑεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.
-
2 ἐπίθημα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπίθημα
-
3 ἐπίθημα
ἐπί-θημα, τό, Deckel. Denkmal auf dem Grabe. Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze -
4 επιθημα
- ατος τό1) крышка(φωριαμῶν ἐπιθήματα Hom.; χύτρας Anth.)
χάλκεον ἐ. ἐπιθείς Her. — накрыв (котел) медной крышкой2) намогильный памятник(θάψαι καὴ ἐ. ἐπιθεῖναι Isae.)
3) наконечник(λόγχαι ἐπιθήματα ἔχουσαι Diod.)
См. также в других словарях:
dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
επιθηματουργία — ἐπιθηματουργία, ἡ (Α) η τέχνη τής κατασκευής επιθημάτων, καλυμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήμα (γεν. θήματ ος) + ουργία (< έργον)] … Dictionary of Greek
επιθηματώ — ἐπιθηματῶ, όω (Α) εφοδιάζω κάτι με κάλυμμα, τού βάζω σκέπασμα, καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θημα (< επιτίθημι)] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek