Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπί-θημα

См. также в других словарях:

  • dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • επιθηματουργία — ἐπιθηματουργία, ἡ (Α) η τέχνη τής κατασκευής επιθημάτων, καλυμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θήμα (γεν. θήματ ος) + ουργία (< έργον)] …   Dictionary of Greek

  • επιθηματώ — ἐπιθηματῶ, όω (Α) εφοδιάζω κάτι με κάλυμμα, τού βάζω σκέπασμα, καπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θημα (< επιτίθημι)] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»