Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίχριστος

См. также в других словарях:

  • ἐπίχριστος — smeared on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίχριστος — η, ο (AM ἐπίχριστος, ον) [επιχρίω] αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί αρχ. 1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα») 2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία») 3. (το… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίχριστον — ἐπίχριστος smeared on masc/fem acc sg ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστοις — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστων — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχρίστῳ — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχριστα — ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»