-
1 επίχριστοι
-
2 ἐπίχριστοι
См. также в других словарях:
ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίχριστοι
2 ἐπίχριστοι
ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)