-
1 επιχριστος
-
2 επίχριστος
ος, ον1) обмазанный, намазанный; покрашенный; 2) покрытый штукатуркой
См. также в других словарях:
ἐπίχριστος — smeared on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχριστος — η, ο (AM ἐπίχριστος, ον) [επιχρίω] αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί αρχ. 1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα») 2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία») 3. (το… … Dictionary of Greek
ἐπίχριστον — ἐπίχριστος smeared on masc/fem acc sg ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίστοις — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίστων — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίστῳ — ἐπίχριστος smeared on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχριστα — ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχριστοι — ἐπίχριστος smeared on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)