-
1 επίστιος
-
2 ἐπίστιος
-
3 ἐπίστιος
II. ἐπίστιος, ἡ, = ἀνίσωμα, πίνουσα τὴν ἐ. Anacr.90.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστιος
-
4 ἐφέστιος
ἐφέστι-ος, [dialect] Ion. [full] ἐπίστιος, ον, Hdt. (v. infr.), [full] ἐφ[ίστιος] prob. in SIG1218.17 (lulis, v B.C.): ([etym.] ἑστία):—A at one's own fireside, at home, ἀπολέσθαι ἐ. Od.3.234; Τρῶες, ἐ. ὅσσοι ἔασιν as many as are in their own homes, opp. ἐπίκουροι, Il.2.125: with Verbs of motion, ὰλλ' ἐμὲ.. ἐφέστιον ἤγαγε δαίμων (i.e. ἐπὶ τὴν ἑστίαν) Od.7.248; ἠλθε.. ἐ. 23.55. cf. E.Rh. 201; ἐφέπτιον πῆξαι.. σκῆπτρον (i.e. ἐπὶ τῇ ἑστίᾳ) S. El. 419; of suppliants who claim protection by sitting by the fireside,ἐπίστιος ἐμοὶ ἐγένεο Hdt.1.35
: ἱκέτης καὶ δόμων ἐ. inmate of the temple, A.Eu. 577, cf. 669; κάθησθε δωμάτων ἐ. Id.Supp. 365; τόνδ' ἐ. θεῶν ib. 503, cf. S.OT32; guest,ἐλθόντ' ἐς δόμους ἐφέστιον Id.Tr. 262
; freq. in A.R.,ἐ. ἐν μεγάροισιν 1.909
, 3.1117, etc.: c. dat. pers., ἐ. ἀθανάτοισιν dwelling with them, 3.116, cf. 4.518: c. dat. loci,πηγῇσιν ἐ. Ἀσωποῖο 1.117
.II generally, of or in the house or family,πόνοι.. δόμων ἐφέστιοι A.Th. 853
(lyr.); ; (lyr.); (lyr.);περιστερὰ οἰκέτις ἐ. τε Id.Fr. 866
; ; ἐ. δόμοι the chambers of the house, A.Th.73: [dialect] Ion. ἐπίστιον, τό, household, family, Hdt.5.72,73; later ἐφέστιον, τό, D.H.1.24, POxy.2106.18 (iv A.D.).III θεοὶ ἐ. the household gods, to whom the hearth was dedicated, Hierocl.p.54 A.; Ζεὺς ἐπίστιος or ἐφέστιος as presiding over hospitality, Hdt.1.44, S.Aj. 492; ἐ. ἵδρυμα ἐν οἰκίᾳ ἔχων, a living image by the hearth, Pl.Lg. 931a.IV ἐπίστιος, ἡ, v. ἐπίστιος 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφέστιος
-
5 επίστιον
ἐφέστιοςat one's own fireside: masc /fem acc sg (ionic)ἐφέστιοςat one's own fireside: neut nom /voc /acc sg (ionic)ἐπίστιονslip: neut nom /voc /acc sgἐπίστιοςmasc /fem acc sgἐπίστιοςneut nom /voc /acc sg -
6 ἐπίστιον
ἐφέστιοςat one's own fireside: masc /fem acc sg (ionic)ἐφέστιοςat one's own fireside: neut nom /voc /acc sg (ionic)ἐπίστιονslip: neut nom /voc /acc sgἐπίστιοςmasc /fem acc sgἐπίστιοςneut nom /voc /acc sg -
7 επίστια
ἐφέστιοςat one's own fireside: neut nom /voc /acc pl (ionic)ἐπίστιονslip: neut nom /voc /acc plἐπίστιοςneut nom /voc /acc pl -
8 ἐπίστια
ἐφέστιοςat one's own fireside: neut nom /voc /acc pl (ionic)ἐπίστιονslip: neut nom /voc /acc plἐπίστιοςneut nom /voc /acc pl -
9 ἀνίσωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίσωμα
См. также в других словарях:
επίστιος — ἐπίστιος, ον (Α) 1. εφέστιος* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίστιος το ανίσωμα*. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ.… … Dictionary of Greek
ἐπίστιος — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem nom sg (ionic) ἐπίστιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
ἐπίστιον — ἐφέστιος at one s own fireside masc/fem acc sg (ionic) ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc sg (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc sg ἐπίστιος masc/fem acc sg ἐπίστιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίσωμα — ἀνίσωμα, το και ἀνίσων, η (Α) το κρασί που πρόσφεραν κατά την υποδοχή κάποιου ξένου, η επίστιος* … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ἐπίστια — ἐφέστιος at one s own fireside neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐπίστιον slip neut nom/voc/acc pl ἐπίστιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)