-
21 ἐπιλήπτων
-
22 επίλαμπτος
-
23 ἐπίλαμπτος
-
24 επίληπτα
-
25 ἐπίληπτα
-
26 επίληπτε
-
27 ἐπίληπτε
-
28 επίληπτοι
-
29 ἐπίληπτοι
-
30 ληπτός
A to be apprehended,λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R. 529d
;τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5
; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34. -
31 ἐπίλαμπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίλαμπτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία … Dictionary of Greek
ἐπίληπτος — caught masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληπτότερον — ἐπίληπτος caught adverbial comp (ionic) ἐπίληπτος caught masc acc comp sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπίληπτος — ἐπίληπτος , ἐπίληπτος caught masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτως — ἐπίληπτος caught adverbial (ionic) ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίληπτον — ἐπίληπτος caught masc/fem acc sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτοις — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτου — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτους — ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτων — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήπτῳ — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)