-
1 επίλαμπτος
-
2 ἐπίλαμπτος
-
3 ἐπίλαμπτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίλαμπτος
-
4 ἐπίληπτος
A caught or detected in anything,ἐ. ᾑρέθη S.Ant. 406
: c.part., ἐπίλαμπτος ἀφάσσουσα caught in the act of feeling, Hdt.3.69.2. culpable, censurable,πάθος Ph.2.348
;βίος Id.2.4
, al., cf. Porph.Chr.23; of errors in metre, Heph.4.6.3. disabled,ἀνδράποδον Hyp.Ath.15
(unless in signf. 11); of a hen-partridge, Arist.HA 613b18.II. suffering from epilepsy, Hp.Aph.3.16:—D.25.80 puns on the two senses, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσθαι, αὐτὸς ὢν ἐ. πάσῃ πονηρίᾳ; soἐ. ὑπὸ πάθους Plu.2.798f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίληπτος
См. также в других словарях:
ἐπίλαμπτος — masc/fem nom sg ἐπίληπτος caught masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλαμπτος — ον (Α) βλ. επίληπτος … Dictionary of Greek
επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία … Dictionary of Greek