-
1 επίληπτε
-
2 ἐπίληπτε
См. также в других словарях:
ἐπίληπτε — ἐπίληπτος caught masc/fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίληπτε
2 ἐπίληπτε
ἐπίληπτε — ἐπίληπτος caught masc/fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)