Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπίληπτος

См. также в других словарях:

  • επίληπτος — ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, ον (Α) [επιλαμβάνω] 1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.) 2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος 3. ανίκανος, ανίσχυρος 4. αυτός που πάσχει από επιληψία …   Dictionary of Greek

  • ἐπίληπτος — caught masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιληπτότερον — ἐπίληπτος caught adverbial comp (ionic) ἐπίληπτος caught masc acc comp sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπίληπτος — ἐπίληπτος , ἐπίληπτος caught masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτως — ἐπίληπτος caught adverbial (ionic) ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίληπτον — ἐπίληπτος caught masc/fem acc sg (ionic) ἐπίληπτος caught neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτοις — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτου — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτους — ἐπίληπτος caught masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτων — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλήπτῳ — ἐπίληπτος caught masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»