-
121 Opportune
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opportune
-
122 Proper
adj.Fitting: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων σύμμετρος, εὐσχήμων, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.It is proper, v.: P. and V. πρέπει, προσήκει, ἁρμόζει.Suitable: P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος.Opportune: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος, V. εὔκαιρος.Proper to, suitable to: P. οἰκεῖος (dat.).Ceremonious: P. and V. σεμνός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proper
-
123 Seasonable
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seasonable
-
124 Suitable
adj.P. and V. ἐπιτήδειος, σύμφορος, πρόσφορος, σύμμετρος, P. ἔμμετρος.Opportune: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος, V. εὔκαιρος.Suitable to: P. οἰκεῖος (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Suitable
-
125 Timely
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Timely
-
126 aktüel
σύγχρονος, επίκαιρος -
127 acariâtre
1) επίκαιρος2) σημερινός3) σύγχρονος -
128 opportun
1) επίκαιρος2) έγκαιρος
См. также в других словарях:
ἐπίκαιρος — in fit time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek
επίκαιρος, -η — ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο: Επίκαιρη συζήτηση. 2. (για τόπους), ο κατάλληλος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό: Τα επίκαιρα σημεία της ορεινής διάβασης. 3. (για ενέργειες), καίριος, αποτελεσματικός: Το χτύπημα ήταν επίκαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικαιρότερον — ἐπίκαιρος in fit time adverbial comp ἐπίκαιρος in fit time masc acc comp sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάτων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτέρων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen comp pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατα — ἐπίκαιρος in fit time adverbial superl ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατον — ἐπίκαιρος in fit time masc acc superl sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαίρως — ἐπίκαιρος in fit time adverbial ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάταις — ἐπίκαιρος in fit time fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)