-
41 ἐπέτειοι
-
42 ἐπ-ετήσιος
ἐπ-ετήσιος, = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεςφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.
-
43 ἐπι-καρπία
ἐπι-καρπία, ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Ggstz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.
-
44 ἐπ-ηετανός
ἐπ-ηετανός, Hes. O. 515 auch 3. End., ἐπηετα-ναὶ τρίχες, πλατάνιστοι ἐπηεταναί Theocr. 25, 20; das ganze Jahr (ἔτος) dauernd; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα ϑῆσϑαι, wie πλυνοί, ἀρδμοί, Od. 6, 86. 13, 247, u. σῖτος, 18, 360; βίος ἐπηετανός Hes. O. 31, wo es in die Bdtg des Ausreichenden, Reichlichen übergeht, vgl. 605 u. Od. 10, 427, wie Pind. N. 6, 10; κομιδή Od. 8, 233. – Adv. ἐπηετανόν, das ganze Jahr hindurch, Od. 7, 128; übh. reichlich, 7, 99; κομέειν Ap. Rh. 2, 1178. Vgl. ἐπέτειος u. ἐπετήσιος [Hes. O. 605 u. H. h. Merc. 113 per synizesin 4sylbig].
-
45 ἐπ-έτεος
-
46 знамеиательный
знамеиательн||ыйприл σημαντικός, ἀξιοσημείωτος:\знамеиательныйые события τά σημαντικά γεγονότα· \знамеиательныйая да́та ἡ (στορική ἐπέτειος. -
47 пятидесятилетний
пятидесятилетнийприл πενηντάχρο-νος, πενηντάρης, πεντηκονταετής, πεντη-κοντοότης:\пятидесятилетний юбилей τά πενηντάχρονα, ἡ πεντηκονταετηρίς, ἡ πεντηκοστή ἐπέτειος· \пятидесятилетний человек ὁ πενηντάρης, ὁ πεν-τηκοντούτης. -
48 сорокалетний
сорокалетнийприл σαραντάχρονος, τεσσαρακονταετής (продолжающийся сорок лет) / σαραντάρης, τεσσαρακοντούτης (о возрасте):\сорокалетний юбилей τά σαραντάχρονα, ἡ τεσσαρακονταετής ἐπέτειος. -
49 сотый
сот||ыйприл ἐκατοστός:\сотыйая годовщина ἡ ἐκατονταετή ρίδα [-ις], ἡ ἐκατοστή ἐπέτειος. -
50 трехлетний
трехлетн||ийприл τριετής, τρίχρονος:\трехлетнийяя годовщина ἡ τρίτη ἐπέτειος, ἡ τριετηρίδα, ἡ τριετηρίς· \трехлетнийее отсутствие ἡ τριετής ἀπουσία· \трехлетнийяя девочка κοριτσάκι τριών χρονών \трехлетний срок ἡ τριετής προθεσμία. -
51 юбилей
юбилейм τό ίωβηλαΐο[ν], ἡ ἐπέτειος:столетний \юбилей ἡ ἐκατονταετηρίδα [-ίς]· праздновать, отмечать \юбилей ἐορτάζω τό ιωβηλαίο. -
52 τεσσαρακοστός
η, ό[ν] αριθ. сороковой;τεσσαρακοστόςή επέτειος — сорокалетие
-
53 επετειάν
-
54 ἐπετειᾶν
-
55 anniversary
[ænə'və:səri]plural - anniversaries; noun(the day of the year on which something once happened and is remembered: We celebrated our fifth wedding anniversary.) επέτειος -
56 jubilee
['‹u:bili:](a celebration of a special anniversary (especially the 25th, 50th or 60th) of some event, eg the succession of a king or queen: The king celebrated his golden jubilee (= fiftieth anniversary of his succession) last year.) επέτειος, ιωβηλαίο -
57 годовщина
[γκανταβστσίνα] ουσ θ. επέτειος -
58 юбилей
[γιουμπιλιέϊ] ουσ. α. επέτειος -
59 годовщина
[γκανταβστσίνα] ουσ θ. επέτειος -
60 юбилей
[γιουμπιλιέϊ] ουσ α επέτειος
См. также в других словарях:
ἐπέτειος — annual masc nom sg ἐπέτειος annual masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek
επέτειος — η η ημέρα της συμπλήρωσης ενός χρόνου ή ορισμένων χρόνων από τότε που συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, το οποίο την ημέρα αυτή γιορτάζεται ή μνημονεύεται: Η επέτειος του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπετείως — ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc acc pl (doric) ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτειον — ἐπέτειος annual masc acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg ἐπέτειος annual masc/fem acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείων — ἐπέτειος annual fem gen pl ἐπέτειος annual masc/neut gen pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοις — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοισι — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείου — ἐπέτειος annual masc/neut gen sg ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείους — ἐπέτειος annual masc acc pl ἐπέτειος annual masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτεια — ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)